διαμπείρω

διαμπείρω
βλ. διαναπείρω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαμπερές — επίρρ. και διαμπερῶς και διαμπερέως (Α) 1. από τη μια άκρη ώς την άλλη 2. (για χρόνο) αιωνίως. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρηματική λ. με τοπική και χρονική χρήση, σύνθετη από διά + αμπείρω (< ανά + πείρω) με το επίθημα των επιθέτων σε * ς , ενώ το ρήμα… …   Dictionary of Greek

  • διαναπείρω — και διαμπείρω (Α) διατρυπώ πέρα ως πέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διαμπερές] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”